- Μορίω
- Μόριοςmasc nom/voc/acc dualΜόριοςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μορίω — μόριον piece neut nom/voc/acc dual μόριον piece neut gen sg (doric aeolic) μόριος masc/neut nom/voc/acc dual μόριος masc/neut gen sg (doric aeolic) μορέω make with pain and toil pres subj act 1st sg (doric) μορέω make with pain and toil pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορίῳ — Μόριος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορίῳ — μόριον piece neut dat sg μόριος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορίωι — μορίῳ , μόριον piece neut dat sg μορίῳ , μόριος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορίωι — Μορίῳ , Μόριος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… … Dictionary of Greek